κατανοούμαι

κατανοούμαι
κατανοούμαι, κατανοήθηκα βλ. πίν. 74

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακογροικώ — και άω (Μ κακογροικῶ, έω) νεοελλ. 1. δεν ακούω καλά, βαριακούω 2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μου μσν. μέσ. κακογροικοῡμαι, έομαι δύσκολα κατανοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γροικῶ] …   Dictionary of Greek

  • κατανοώ — (AM κατανοῶ, έω) 1. εννοώ κάτι καλά, καταλαβαίνω πλήρως (α. «οι μαθητές κατανόησαν το μάθημα» β. «οὐ γάρ που κατανοῶ τὸ νῡν ἐρωτώμενον», Πλάτ.) 2. αντιλαμβάνομαι («από τις μετακινήσεις τού εχθρού κατανόησαν ότι θα γίνει επίθεση») 3. σχηματίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”